- εὐωχητήριον
- εὐωχ-ητήριον, τό,A banqueting-house, Greg.Cor.p.527 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευωχητήριον — εὐωχητήριον, τὸ (Μ) [ευωχητής] τόπος ευωχίας, αίθουσα συμποσίου … Dictionary of Greek
εὐωχητήρια — εὐωχητήριον banqueting house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωστήριον — θωστήριον, τὸ (Α) [θώσσω] (κατά τον Ησύχ.) «ευωχητήριον, εορτή» … Dictionary of Greek